- κοζάκα
- η [κοζάκος]είδος χορού κατ' απομίμηση τού χορού τών κοζάκων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… … Dictionary of Greek
Κούβλης — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 57 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στις νότιες πλαγιές του Μεγάλου Κόζακα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας … Dictionary of Greek